Oxford Spanish Dictionary
I. real [αμερικ ˈri(ə)l, βρετ riːl] ΕΠΊΘ
1.1. real (actual, not imaginary):
1.2. real (actual, not apparent) προσδιορ:
1.3. real (genuine, not fake):
1.4. real as intensifier:
2.1. real ΟΙΚΟΝ:
II. real [αμερικ ˈri(ə)l, βρετ riːl] ΕΠΊΡΡ αμερικ οικ as intensifier
real estate ΟΥΣ U esp αμερικ
real property ΟΥΣ
real property → real estate
real estate ΟΥΣ U esp αμερικ
Real Estate Investment Trust ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
στο λεξικό PONS
I. real [rɪəl, αμερικ ri:l] ΕΠΊΘ
I. real [ril] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.