Oxford Spanish Dictionary
I. careful [αμερικ ˈkɛrfəl, βρετ ˈkɛːfʊl, ˈkɛːf(ə)l] ΕΠΊΘ
1. careful (cautious):
- careful
-
- careful
-
2. careful (painstaking):
- careful planning
-
- careful work
-
- careful work
-
- careful worker
-
- be careful! you'll electrocute yourself!
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.