Oxford Spanish Dictionary
 
  
 carefully [αμερικ ˈkɛrfəli, βρετ ˈkɛəf(ə)li] ΕΠΊΡΡ
1. carefully:
-  carefully plan/examine
-  
-  carefully plan/examine
-  
 
  
 -  
-  carefully
-  
-  carefully
-  
-  carefully
-  
-  carefully
στο λεξικό PONS
 
  
 carefully ΕΠΊΡΡ
 
  
 -  
-  carefully
-  
-  carefully
 
  
  
  
 -  
-  carefully
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
