Oxford Spanish Dictionary
I. obvious [αμερικ ˈɑbviəs, βρετ ˈɒbvɪəs] ΕΠΊΘ
1. obvious (evident, clear):
- obvious answer/solution
-
- obvious answer/solution
-
- obvious advantage/implication/difference
-
- obvious advantage/implication/difference
-
2. obvious (unmistakable) προσδιορ:
στο λεξικό PONS
obvious [ˈɒbviəs, αμερικ ˈɑ:b-] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.