Oxford Spanish Dictionary
occasional [αμερικ əˈkeɪʒənl, βρετ əˈkeɪʒ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1. occasional (infrequent):
- occasional showers/sunny spells
-
- occasional showers/sunny spells
-
2. occasional table/furniture:
- occasional
-
3. occasional (for special occasion):
- occasional verse/music
-
στο λεξικό PONS
-
- occasional
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.