self-ˈcon·fi·dence ΟΥΣ no pl
self-confidence ΟΥΣ
swag·ger·ing [ˈswægərɪŋ, αμερικ -ɚ-] ΕΠΊΘ
1. swaggering gait, walk:
-
- stolzierend προσδιορ
2. swaggering (boastful):
ve·neer [vəˈnɪəʳ, αμερικ -ˈnɪr] ΟΥΣ
Selbst·si·cher·heit <-, ohne pl> ΟΥΣ θηλ kein πλ
Selbst·stän·dig·keits·be·stre·bun·gen, Selb·stän·dig·keits·be·stre·bung·en ΟΥΣ πλ ΨΥΧ
Selbst·be·wusst·sein <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
Selbst·ver·trau·en <-s, ohne pl> ΟΥΣ ουδ
man·gelnd ΕΠΊΘ
an|knack·sen ΡΉΜΑ μεταβ οικ
2. anknacksen (beeinträchtigen):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.