Mas·ke <-, -n> [ˈmaskə] ΟΥΣ θηλ
1. Maske a. μτφ:
3. Maske (Schutzmaske):
- Maske (allgemein)
-
- Maske (gegen Gasangriffe)
-
4. Maske (chirurgische Maske):
6. Maske Η/Υ (Bildschirmmaske):
- Maske
-
- chirurgische Maske
-
- chirurgische Maske
-
-
- Maske θηλ <-, -n>
-
- Maske θηλ <-, -n>
-
- Maske θηλ <-, -n>
-
- Maske θηλ <-, -n>
-
- Maske θηλ <-, -n>
-
- Maske θηλ <-, -n>
-
- chirurgische Maske αρσ
-
- [chirurgische] Maske αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.