jun. ΕΠΊΘ
jun συντομογραφία: junior
- jun
- jun.
- jun
- jr.
I. jun·ior [ˈʤu:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΕΠΊΘ
3. junior προσδιορ, αμετάβλ ΣΧΟΛ:
4. junior (low rank):
5. junior ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
- junior mortgage
-
II. jun·ior [ˈʤu:niəʳ, αμερικ -njɚ] ΟΥΣ
1. junior no pl esp αμερικ (son):
2. junior (younger):
3. junior (low-ranking person):
4. junior βρετ ΣΧΟΛ:
5. junior βρετ ΣΧΟΛ:
6. junior αμερικ ΠΑΝΕΠ:
7. junior ΝΟΜ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.