στο λεξικό PONS
analy·sis <pl analyses> [əˈnæləsɪs, pl -si:z] ΟΥΣ
1. analysis:
ex·ter·nal [ɪkˈstɜ:nəl, ekˈ-, αμερικ -ˈstɜ:r-] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. external (exterior):
3. external (from the outside):
4. external (on body surface):
5. external (foreign):
6. external ΠΑΝΕΠ:
7. external ΟΙΚΟΝ:
8. external Η/Υ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
external analysis ΟΥΣ CTRL
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.