στο λεξικό PONS
ex·ist [ɪgˈzɪst, egˈ-] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. exist (be):
2. exist:
com·mit·ment [kəˈmɪtmənt] ΟΥΣ
1. commitment no pl:
2. commitment (obligation):
3. commitment:
4. commitment ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
existing commitment ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
commitment ΟΥΣ
-
- Commitment ουδ
| I | exist |
|---|---|
| you | exist |
| he/she/it | exists |
| we | exist |
| you | exist |
| they | exist |
| I | existed |
|---|---|
| you | existed |
| he/she/it | existed |
| we | existed |
| you | existed |
| they | existed |
| I | have | existed |
|---|---|---|
| you | have | existed |
| he/she/it | has | existed |
| we | have | existed |
| you | have | existed |
| they | have | existed |
| I | had | existed |
|---|---|---|
| you | had | existed |
| he/she/it | had | existed |
| we | had | existed |
| you | had | existed |
| they | had | existed |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- exine
- exist
- existence
- existent
- existential
- existing commitment
- existing owner
- existing shareholder
- existing situation
- existing state
- exit