στο λεξικό PONS
- Altaktionär (-ak·ti·o·nä·rin)
-
ex·ist [ɪgˈzɪst, egˈ-] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. exist (be):
2. exist:
ˈshare·hold·er ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
existing shareholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
shareholder ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
| I | exist |
|---|---|
| you | exist |
| he/she/it | exists |
| we | exist |
| you | exist |
| they | exist |
| I | existed |
|---|---|
| you | existed |
| he/she/it | existed |
| we | existed |
| you | existed |
| they | existed |
| I | have | existed |
|---|---|---|
| you | have | existed |
| he/she/it | has | existed |
| we | have | existed |
| you | have | existed |
| they | have | existed |
| I | had | existed |
|---|---|---|
| you | had | existed |
| he/she/it | had | existed |
| we | had | existed |
| you | had | existed |
| they | had | existed |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- existence
- existent
- existential
- existentialism
- existentialist
- existing shareholder
- existing situation
- existing state
- exit
- exit agreement
- exit canal