ex·is·ten·tial [ˌegzɪˈsten(t)ʃəl] ΕΠΊΘ
1. existential ΒΙΟΛ:
- existential
- existenziell ειδικ ορολ
2. existential ΦΙΛΟΣ:
- existential
- existenzialistisch ειδικ ορολ
- the existential philosopher
-
existential quantifier ΟΥΣ
- existential quantifier ΜΑΘ
- Existenzquantor αρσ
-
- existential[ist]
-
- existential
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- the existential philosopher