Oxford Spanish Dictionary
existential [αμερικ ˌɛɡzəˈstɛn(t)ʃ(ə)l, βρετ ˌɛɡzɪˈstɛnʃ(ə)l] ΕΠΊΘ
- existential
-
-
- existential
-
- existential anxiety
στο λεξικό PONS
existential [ˌegzɪˈstenʃl] ΕΠΊΘ
- existential
-
-
- existential
-
- existential crisis
existential [ˌeg·zɪ·ˈsten·ʃəl] ΕΠΊΘ
- existential
-
-
- existential
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.