I. existentialist [αμερικ ˌɛɡzəˈstɛn(t)ʃələst, βρετ ˌɛɡzɪˈstɛnʃ(ə)lɪst] ΕΠΊΘ
- existentialist
-
II. existentialist [αμερικ ˌɛɡzəˈstɛn(t)ʃələst, βρετ ˌɛɡzɪˈstɛnʃ(ə)lɪst] ΟΥΣ
- existentialist
- existencialista αρσ θηλ
-
- existentialist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.