Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
existential [βρετ ˌɛɡzɪˈstɛnʃ(ə)l, αμερικ ˌɛɡzəˈstɛn(t)ʃ(ə)l] ΕΠΊΘ
- existential
-
- existentiel (existentielle)
- existential
στο λεξικό PONS
existential [ˌegzɪˈstenʃl] ΕΠΊΘ
1. existential (of existence):
- existential
-
2. existential ΦΙΛΟΣ:
- existential
-
existential [ˌeg·zɪ·ˈsten·(t)ʃ ə l] ΕΠΊΘ
1. existential (of existence):
- existential
-
2. existential ΦΙΛΟΣ:
- existential
-
- existentiel(le)
- existential
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.