στο λεξικό PONS
ˈen·try fee ΟΥΣ
fee [fi:] ΟΥΣ
1. fee (charge):
2. fee no pl ΝΟΜ:
en·try [ˈentri] ΟΥΣ
1. entry:
2. entry:
3. entry (right of membership):
4. entry:
6. entry:
8. entry (in bookkeeping):
9. entry ΝΟΜ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
entry ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.