στο λεξικό PONS
I. quan·tity [ˈkwɒntəti, αμερικ ˈkwɑ:nt̬ət̬i] ΟΥΣ
1. quantity (amount):
2. quantity (large amount):
3. quantity (huge amount):
ad·just·ment [əˈʤʌstmənt] ΟΥΣ
1. adjustment (mental):
2. adjustment (mechanical):
3. adjustment (alteration):
- adjustment of a knob, lever, settings
-
- adjustment of clothing
-
4. adjustment ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
adjustment quantity ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
adjustment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
adjustment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
quantity <pl quantities> ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.