I. at·ten·tion-seek·ing [əˈtenʃənsi:kɪŋ] ΟΥΣ no pl
ˈheat-seek·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ ΣΤΡΑΤ
-
- wärmesuchend προσδιορ
ˈprof·it-seek·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
I. self-ˈseek·ing τυπικ ΟΥΣ no pl
II. self-ˈseek·ing τυπικ ΕΠΊΘ
-
- selbstsüchtig <-er, -ste>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.