στο λεξικό PONS
meth·od [ˈmeθəd] ΟΥΣ
1. method (way of doing sth):
ad·just·ment [əˈʤʌstmənt] ΟΥΣ
1. adjustment (mental):
2. adjustment (mechanical):
3. adjustment (alteration):
- adjustment of a knob, lever, settings
-
- adjustment of clothing
-
4. adjustment ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
adjustment method ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
adjustment ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
adjustment ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.