στο λεξικό PONS
ˈadd·ing ma·chine ΟΥΣ
I. add [æd] ΡΉΜΑ μεταβ
2. add (include):
-
- etw δοτ etw hinzufügen
3. add (attach):
4. add (say):
-
- [etw δοτ ] etw hinzufügen
5. add (sum):
I. ma·chine [məˈʃi:n] ΟΥΣ
1. machine μτφ:
3. machine (powerful group):
II. ma·chine [məˈʃi:n] ΡΉΜΑ μεταβ
machine ΡΉΜΑ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
| I | add |
|---|---|
| you | add |
| he/she/it | adds |
| we | add |
| you | add |
| they | add |
| I | added |
|---|---|
| you | added |
| he/she/it | added |
| we | added |
| you | added |
| they | added |
| I | have | added |
|---|---|---|
| you | have | added |
| he/she/it | has | added |
| we | have | added |
| you | have | added |
| they | have | added |
| I | had | added |
|---|---|---|
| you | had | added |
| he/she/it | had | added |
| we | had | added |
| you | had | added |
| they | had | added |
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- added value
- addenda
- addendum
- adder
- addict
- adding machine
- adding up
- Addis Ababa
- addition
- additional
- additional advantage