Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sweet factory ΟΥΣ βρετ
-
- confiserie θηλ
I. sweet [βρετ swiːt, αμερικ swit] ΟΥΣ
II. sweet [βρετ swiːt, αμερικ swit] ΕΠΊΘ
1. sweet κυριολ:
2. sweet (kind, agreeable):
3. sweet (pure, fresh):
III. sweet [βρετ swiːt, αμερικ swit] ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
I. sweet <-er, -est> [swi:t] ΕΠΊΘ
6. sweet μτφ (kind):
I. sweet <-er, -est> [swit] ΕΠΊΘ
5. sweet μτφ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.