Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
confiserie [kɔ̃fizʀi] ΟΥΣ θηλ
1. confiserie (magasin):
2. confiserie (fabrication, commerce):
- confiserie
-
3. confiserie (produits):
στο λεξικό PONS
confiserie [kɔ̃fizʀi] ΟΥΣ θηλ (sucrerie)
- confiserie
-
confiserie [ko͂fizʀi] ΟΥΣ θηλ (sucrerie)
- confiserie
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.