Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
sickly [βρετ ˈsɪkli, αμερικ ˈsɪkli] ΕΠΊΘ
- souffreteux (souffreteuse)
- sickly
- malingre personne, arbre
- sickly
- douceâtre musique
- sickly
- mièvre sourire
- sickly
- fade odeur
- sickly
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.