Oxford Spanish Dictionary
I. sickly <sicklier sickliest> [αμερικ ˈsɪkli, βρετ ˈsɪkli] ΕΠΊΘ
- enfermucho (enfermucha)
- sickly
- hostigoso (hostigosa)
- sickly
-
- sickly
-
- sickly sweet
- entelerido (entelerida)
- sickly
στο λεξικό PONS
sickly <-ier, -iest> [ˈsɪkli] ΕΠΊΘ
1. sickly (not healthy):
3. sickly (very sweet):
- sickly
- empalagoso, -a
sickly <-ier, -iest> [ˈsɪk·li] ΕΠΊΘ
1. sickly (not healthy):
3. sickly (disgusting):
- sickly
- empalagoso, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.