Oxford Spanish Dictionary
I. sick <sicker sickest> [αμερικ sɪk, βρετ sɪk] ΕΠΊΘ
1. sick (ill):
2. sick (nauseated) pred:
3.1. sick (disturbed, sickened) pred:
3.2. sick (weary, fed up):
στο λεξικό PONS
I. sick [sɪk] -er, -est ΕΠΊΘ
1. sick (ill):
2. sick (about to vomit):
I. sick <-er, -est> [sɪk] ΕΠΊΘ
1. sick (ill):
2. sick (about to vomit):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.