Oxford Spanish Dictionary
hostigoso (hostigosa) ΕΠΊΘ
2. hostigoso persona:
- hostigoso (hostigosa)
-
- hostigoso (hostigosa)
-
στο λεξικό PONS
hostigoso (-a) ΕΠΊΘ Chile, Guat, Περού
- hostigoso (-a)
-
hostigoso (-a) [os·ti·ˈɣo·so, -a] ΕΠΊΘ Chile, Guat, Περού
- hostigoso (-a)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.