Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. douceur [dusœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. douceur:
3. douceur (de visage, traits, ton, voix, gestes, paroles):
II. en douceur ΕΠΊΡΡ
στο λεξικό PONS
douceur [dusœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. douceur (sensation):
3. douceur gén πλ:
douceur [dusœʀ] ΟΥΣ θηλ
1. douceur (sensation):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.