douce-amère
douce-amère → doux-amer
I. doux-amer (douce-amère) <αρσ πλ θηλ πλ doux-amers,> [duzamɛʀ, dusamɛʀ] ΕΠΊΘ μτφ
II. douce-amère ΟΥΣ θηλ
douce-amère θηλ:
I. doux-amer (douce-amère) <αρσ πλ θηλ πλ doux-amers,> [duzamɛʀ, dusamɛʀ] ΕΠΊΘ μτφ
II. douce-amère ΟΥΣ θηλ
douce-amère θηλ:
I. bittersweet [βρετ ˌbɪtəˈswiːt, αμερικ ˈbɪdərˌswit] ΟΥΣ ΒΟΤ
II. bittersweet [βρετ ˌbɪtəˈswiːt, αμερικ ˈbɪdərˌswit] ΕΠΊΘ κυριολ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.