Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. main [βρετ meɪn, αμερικ meɪn] ΟΥΣ
1. main (pipe, conduit):
2. main (network):
3. main:
5. main archaic → mainland
II. main [βρετ meɪn, αμερικ meɪn] ΕΠΊΘ
III. main [βρετ meɪn, αμερικ meɪn]
mainland [βρετ ˈmeɪnlənd, ˈmeɪnland, αμερικ ˈmeɪnˌlænd, ˈmeɪnlənd] ΟΥΣ
I. office [βρετ ˈɒfɪs, αμερικ ˈɔfɪs, ˈɑfɪs] ΟΥΣ
1. office (room or place of work):
2. office (position):
II. offices ΟΥΣ ουσ πλ
1. offices (services):
στο λεξικό PONS
I. main [meɪn] ΕΠΊΘ
office [ˈɒfɪs, αμερικ ˈɑ:fɪs] ΟΥΣ
1. office (room for working):
I. main [meɪn] ΕΠΊΘ
office [ˈa·fɪs] ΟΥΣ
1. office (room for working):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.