Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
continent|al (continentale) <αρσ πλ continentaux> [kɔ̃tinɑ̃tal, o] ΕΠΊΘ
- continental (continentale) (gén)
- continental
- continental (continentale) (par opposition à un territoire insulaire)
- mainland προσδιορ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.