Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
contexte [kɔ̃tɛkst] ΟΥΣ αρσ
1. contexte ΓΛΩΣΣ:
- contexte
-
2. contexte (situation):
- contexte
-
contexte [ko͂tɛkst] ΟΥΣ αρσ
1. contexte ΓΛΩΣΣ:
- contexte
-
2. contexte (situation):
- contexte
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.