contexte [kɔ͂tɛkst] ΟΥΣ αρσ
1. contexte a. ΓΛΩΣΣ, Η/Υ:
2. contexte (situation):
- contexte
- Kontext αρσ
- contexte
- Rahmen αρσ
- contexte économique
- Konjunkturklima ουδ
- contexte propice aux investissements
-
contexte ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.