Hilfe <-, -n> [ˈhɪlfə] ΟΥΣ θηλ
1. Hilfe χωρίς πλ (Beistand):
3. Hilfe (Haushaltshilfe):
- Hilfe
- aide αρσ θηλ
4. Hilfe (Anhaltspunkt):
- Hilfe
- aide θηλ
5. Hilfe (finanzielle Unterstützung):
- Hilfe
-
Erste-Hilfe-Ausrüstung ΟΥΣ θηλ
- Erste-Hilfe-Ausrüstung
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.