Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 contestation [kɔ̃tɛstasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. contestation ΠΟΛΙΤ:
2. contestation (de véracité, droit):
3. contestation (dispute):
-  contestation
-  
στο λεξικό PONS
 
  
  
  
 -  
-  contestation θηλ
 
  
 contestation [ko͂tɛstasjo͂] ΟΥΣ θηλ
-  contestation
-  
 
  
 -  
-  contestation θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
