Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. evil [βρετ ˈiːv(ə)l, ˈiːvɪl, αμερικ ˈivəl] ΟΥΣ
1. evil (wickedness):
II. evil [βρετ ˈiːv(ə)l, ˈiːvɪl, αμερικ ˈivəl] ΕΠΊΘ
III. evil [βρετ ˈiːv(ə)l, ˈiːvɪl, αμερικ ˈivəl]
evil-smelling ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
I. evil [ˈi·v ə l] ΕΠΊΘ
evil-minded ΕΠΊΘ μειωτ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.