Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. broad [βρετ brɔːd, αμερικ brɔd] ΟΥΣ
II. broad [βρετ brɔːd, αμερικ brɔd] ΕΠΊΘ
1. broad (wide):
3. broad (wide-ranging):
4. broad (general):
6. broad (unsubtle):
7. broad (pronounced):
10. broad ΓΛΩΣΣ:
- broad transcription
-
broad-shouldered ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
broad <-er, -est> [brɔ:d, αμερικ brɑ:d] ΕΠΊΘ
3. broad (general):
broad <-er, -est> [brɔd] ΕΠΊΘ
3. broad (general):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.