Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
attorney [βρετ əˈtəːni, αμερικ əˈtərni] ΟΥΣ
ιδιωτισμοί:
-
- procuration θηλ
-
- procuration θηλ
I. general [βρετ ˈdʒɛn(ə)r(ə)l, αμερικ ˈdʒɛn(ə)rəl] ΟΥΣ
II. general [βρετ ˈdʒɛn(ə)r(ə)l, αμερικ ˈdʒɛn(ə)rəl] ΕΠΊΘ
1. general (widespread):
2. general (overall):
3. general (rough, usually applying):
4. general (not detailed or specific):
5. general (not specialized):
6. general (miscellaneous):
III. in general ΕΠΊΡΡ
1. in general (usually or non-specifically):
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- Attica
- attic room
- attic window
- Attila
- attire
- Attorney General
- attract
- attraction
- attractive
- attractively
- attractiveness