Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
testament [βρετ ˈtɛstəm(ə)nt, αμερικ ˈtɛstəmənt] ΟΥΣ
2. testament (proof):
new [βρετ njuː, αμερικ n(j)u] ΕΠΊΘ
1. new προσδιορ:
2. new (different):
3. new (recently arrived):
στο λεξικό PONS
I. new [nju:, αμερικ nu:] ΕΠΊΘ
2. new (latest, replacing former one):
I. new [nu] ΕΠΊΘ
2. new (latest, replacing former one):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- news-stand
- newsstand
- New Style
- new-style
- news value
- New Testament
- newton
- Newtonian
- new town
- new wave
- New World