Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
testament [tɛstamɑ̃] ΟΥΣ αρσ
1. testament ΝΟΜ:
2. testament (message ultime):
- testament λογοτεχνικό
-
ιδιωτισμοί:
- testament olographe
-
- invalider contrat, testament, élections
-
- homologation de testament ΝΟΜ
-
- testament
- testament αρσ
- testament λογοτεχνικό
- testament αρσ
- Testament
- Testament αρσ
-
- action judiciaire qui tend à faire homologuer un testament
στο λεξικό PONS
- testament
- testament αρσ
- testament
- testament αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.