στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
New Testament [βρετ njuː ˈtɛstəm(ə)nt, αμερικ ˌn(j)u ˈtɛstəmənt] ΒΊΒΛΟς
testament [βρετ ˈtɛstəm(ə)nt, αμερικ ˈtɛstəmənt] ΟΥΣ
1. testament ΝΟΜ:
2. testament (proof):
new [βρετ njuː, αμερικ n(j)u] ΕΠΊΘ
1. new (not known, seen, owned etc. before):
2. new (different):
3. new (recently arrived):
στο λεξικό PONS
New Testament ΟΥΣ ΘΡΗΣΚ
I. new [nu:] ΕΠΊΘ
1. new (latest, recent):
2. new (changed):
3. new (inexperienced):
5. new (fresh):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- news stand
 - newsstand
 - New Style
 - new-style
 - news value
 - New Testament
 - newton
 - Newtonian
 - new town
 - new wave
 - New World