Ελληνικά » Γερμανικά

I . γίν|ομαι <-α, -ωμένος> [ˈjinɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

2. γίνομαι (λαμβάνω ύπαρξη):

νομέας [nɔˈmɛas] SUBST αρσ ΝΟΜ

δέ|ομαι <-ήθηκα> [ˈðɛɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

νομός [nɔˈmɔs] SUBST αρσ

νομάτοι [nɔˈmati] SUBST αρσ πλ

Personen θηλ πλ

μάχομαι [ˈmaxɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα ohne Aoriststamm

γεύ|ομαι <-τηκα> [ˈjɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. γεύομαι (δοκιμάζω):

2. γεύομαι (απολαμβάνω):

δέχ|ομαι <-τηκα> [ˈðɛxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. δέχομαι (προσφορά, πρόσκληση):

2. δέχομαι (δέμα, δώρο):

3. δέχομαι (παραδέχομαι, ομολογώ):

4. δέχομαι (μένω σύμφωνος):

5. δέχομαι (αναγνωρίζω):

έρχομαι <ήρθα> [ˈɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ

ja?

εύχ|ομαι <-ήθηκα> [ˈɛfxɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

ρεύ|ομαι <-τηκα> [ˈrɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

σέβ|ομαι <-άστηκα> [ˈsɛvɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. σέβομαι (γενικά):

2. σέβομαι (νόμο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский