Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „όνομά“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

όνομα [ˈɔnɔma] SUBST ουδ

3. όνομα ΓΛΩΣΣ:

Nomen ουδ
Eigenname αρσ
Nominalphrase θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский