Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοικοκυριό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοικοκυριό [nikɔciˈri̯ɔ] SUBST ουδ

νοικοκυριό
Haushalt αρσ
διπλό νοικοκυριό

Παραδειγματικές φράσεις με νοικοκυριό

διπλό νοικοκυριό
αγροτικό νοικοκυριό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский