Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοικιάζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοικιά|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [niˈcazɔ] VERB μεταβ

1. νοικιάζω (μισθώνω):

νοικιάζω

2. νοικιάζω (προσφέρω αντί ενοικίου):

νοικιάζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский