Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοιάζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . νοιά|ζομαι <-στηκα> [ˈɲazɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

II . νοιά|ζομαι <-στηκα> [ˈɲazɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα (ανησυχώ)

νοιάζομαι για

Παραδειγματικές φράσεις με νοιάζομαι

νοιάζομαι κάποιον/κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский