Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νοθεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νοθ|εύω <-εψα, -εύτηκα, -ευμένος> [nɔˈθɛvɔ] VERB μεταβ

1. νοθεύω:

νοθεύω

2. νοθεύω (κρασί):

νοθεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский