Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „νόθευση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

νόθευσ|η <-εις> [ˈnɔθɛfsi] SUBST θηλ

1. νόθευση (παραποίηση):

νόθευση
Fälschung θηλ
νόθευση εγγράφων
νόθευση των εκλογών

2. νόθευση (αλλοίωση):

νόθευση
Verfälschung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με νόθευση

νόθευση εγγράφων
νόθευση των εκλογών

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский