Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ευθύνη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ευθύνη [ɛfˈθini] SUBST θηλ

2. ευθύνη:

ευθύνη ΝΟΜ, ΟΙΚΟΝ
Haftung θηλ
ευθύνη από κοινού
Gemeinhaftung θηλ
αλληλέγγυα ευθύνη
αστική ευθύνη
ευθύνη της δράσης
ευθύνη του ιδρυτή
ευθύνη του κράτους
Staatshaftung θηλ
ευθύνη του κράτους
ευθύνη κτίσματος
προσωπική ευθύνη
ευθύνη έναντι τρίτων
Haftungsklage θηλ
Haftungsdauer θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ευθύνη

ευθύνη θηλ κτίσματος ΝΟΜ
ευθύνη θηλ εργαζομένου ΝΟΜ
εγγυητική ευθύνη ΝΟΜ
αστική ευθύνη
κύρια ευθύνη
ευθύνη κτίσματος
προσωπική ευθύνη
ευθύνη θηλ του παραγωγού ΝΟΜ
ευθύνη θηλ του κληρονόμου ΝΟΜ
ευθύνη θηλ δημοσίου υπαλλήλου ΝΟΜ
ευθύνη θηλ του αποστολέα ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский