Ελληνικά » Γερμανικά

παράγωγ|ος <-η, -ο> [paˈraɣɔɣɔs] ΕΠΊΘ

παράγωγος
Ableitungs-
Derivate ουδ πλ
Derivatmarkt αρσ

παραγωγός [paraɣɔˈɣɔs] SUBST mf

2. παραγωγός ΚΙΝΗΜ:

Produzent(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский