Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „παράγωγο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

παράγωγο [paˈraɣɔɣɔ] SUBST ουδ

1. παράγωγο ΓΛΩΣΣ:

παράγωγο
Ableitung θηλ

2. παράγωγο:

παράγωγο ΜΑΘ, ΧΗΜ
Produkt ουδ
παράγωγο ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Derivat ουδ
πιστωτικό παράγωγο ουδ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Kreditderivat ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με παράγωγο

βενζολικό παράγωγο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский